νιτριώτης

νιτριώτης
νιτριώτης, ὁ (Α) [νιτρία]
φρ. «νιτριώτης νομός» — τόπος στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν ορυχεία νίτρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βενιαμίν — I Βιβλικό πρόσωπο. Δωδέκατος και τελευταίος γιος του πατριάρχη των Εβραίων Ιακώβ. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Ιακώβ, στη διάρκεια του λιμού, έστειλε τους γιους του να αγοράσουν σιτάρι στην Αίγυπτο, θέλησε να κρατήσει κοντά του τον B., γιο των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”